- ἰχνοσκοπῶ
- ἰχνοσκοπέωlook at the trackpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἰχνοσκοπέωlook at the trackpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχνοσκοπώ — ἰχνοσκοπῶ, έω (Α) παρατηρώ τα ίχνη, εξετάζω τα ίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + σκοπῶ (< σκοπος < σκοπός), πρβλ. αστερο σκοπώ, οιωνο σκοπώ] … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ιχνοσκοπία — ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) [ιχνοσκοπώ] το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη … Dictionary of Greek